προδιάθεση

προδιάθεση
Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με παλαιές ή ταυτόχρονες παθολογικές καταστάσεις. Μερικά νοσήματα, για παράδειγμα, εμφανίζονται μόνο σε μερικές φυλές, ενώ άλλα είναι συχνότερα σε ορισμένες εθνικές ομάδες. Τα δύο φύλα έχουν διαφορετική π. σε ορισμένες παθήσεις εξαιτίας των ανατομικών διαφορών και των διαφορετικών φυσιολογικών καταστάσεων που τα χαρακτηρίζουν. Είναι γενικά παρατηρημένο ότι σε κάθε ηλικία αντιστοιχεί μια χαρακτηριστική παθολογία και είναι γνωστό επίσης ότι ορισμένες παθολογικές καταστάσεις προσβάλλουν με μεγαλύτερη συχνότητα μερικές ειδικές ιδιοσυστασίες. Στην ατομική π., εκτός από την ιδιοσυστασία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και επίκτητοι παράγοντες, μερικοί από τους οποίους εξαρτώνται από μεταβολές του περιβάλλοντος διαβίωσης (υποσιτισμός, κόπωση, δηλητηριάσεις κ.ά.), ενώ άλλοι οφείλονται συχνά σε κατάλοιπα παλαιών παθολογικών καταστάσεων που έβλαψαν όργανα ή συστήματα, ή σε παθήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και εμποδίζουν τη φυσική άμυνα του οργανισμού.
* * *
η / προδιάθεσις, -έσεως, ΝΜΑ [προδιατίθημι]
1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προδιαθέτω
2. φυσική κλίση, έμφυτη ικανότητα ενός ατόμου για κάτι («μουσική προδιάθεση»)
νεοελλ.
φυσική ή επίκτητη κατάσταση τού οργανισμού που τόν κάνει επιρρεπή σε σωματική ή ψυχική ασθένεια (α. «φυματική προδιάθεση» β. «εγκληματική προδιάθεση»)
αρχ.
προηγούμενη κατάσταση ή διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προδιάθεση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προδιαθέτω. 2. φυσική διάθεση για κάτι, ροπή, κλίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται …   Dictionary of Greek

  • άσθμα, βρογχικό — Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”